Τμήματα Παραδοσιακής Μουσικής
Σαντούρι
Πρόκειται για Αρχαίο Ελληνικό μουσικό όργανο που εξελίχθητε πιθανόν στη Περσία από την οποία και διαδόθηκε τόσο προς την Ινδία και την Κίνα, όσο και δυτικά στη Μέση Ανατολή και τη Βαλκανική. Κατασκευάζεται συνηθέστερα από ξύλο καρυδιάς. Έχει σχήμα τραπεζοειδές επί του οποίου φέρονται οριζοντίως και επάλληλα 72 μεταλλικές χορδές, ανά τρεις για κάθε φθόγγο, αποδίδοντας έτσι 23 νότες, με τις μεγαλύτερες σε μήκος χορδές στο κάτω μέρος και τις μικρότερες στο άνω. Οι χορδές του οργάνου αυτού, “χορδίζονται” στο 1/4 με ειδικά “ωτία” που φέρονται συνηθέστερα επί της δεξιάς πλευράς του οργάνου και οι οποίες κρούονται με μικρά ραβδία, οι άκρες των οποίων φέρουν μεταλλικές κοιλόμορφες σφύρες (σαν κουταλάκια).
Το σαντούρι χρησιμοποιείται κυρίως στην παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας και άλλων χωρών της Εγγύς Ανατολής. Μεγάλοι Έλληνες δεξιοτέχνες του οργάνου αυτού ήταν Τάσος Διακογιώργης και ο Αριστείδης Μόσχος.
Κανονάκι
Το Κανονάκι (ονομασία που προέρχεται από τον κανόνα -το πειραματικό μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στην Ελλάδα από την αρχαιότητα ως τρίγωνο ή επιγόνειο και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως ψαλτήρι.
Είναι νυκτό όργανο, με εντέρινες χορδές, παίζεται με δύο πένες που προσδένονται με μεταλλικές δακτυλήθρες στους δείκτες των δύο χεριών. Σε κάθε χορδή, κινητοί καβαλάρηδες υψώνουν τους φθόγγους σύμφωνα με τα μικροδιαστήματα της παραδοσιακής μουσικής κλίμακας όπου κινείται ο οργανοπαίκτης.
Λαούτο
Αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι) και το αραβικό ούτι (μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο). Με 4 διπλές χορδές, χορδισμένες κατά πέμπτες, είναι το κατ’ εξοχήν όργανο αρμονικής (ίσον ) και ρυθμικής συνοδείας στο τυπικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας, την κομπανία (κλαρίνο, βιολί, λαγούτο, σαντούρι και ντέφι) αλλά και στη νησιωτική ζυγιά: βιολί ή λύρα και λαγούτο. Παλιότερα παιζόταν και ως μελωδικό (σόλο) όργανο, παράδοση που εξακολουθεί στην Κρήτη από τους πριμαδόρους λαουτιέρηδες.
Το λαούτο ή λαγούτο στην Ελλάδα έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και μακρύ χέρι, με μπερντέδες, «σπασμένο» προς τα πίσω, στο επάνω μέρος έχει κλειδιά απ’ τα πλάγια, τέσσερις διπλές χορδές στερεωμένες στον καβαλάρη, πάνω στο καπάκι, και παίζεται με πένα (πλήκτρο). Στα τέλη του19ου αιώνα κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη (μπόγια). Σήμερα, έχει επικρατήσει το μεσαίο μέγεθος. Κι αυτό όμως διαφέρει στις διαστάσεις του από κατασκευαστή σε κατασκευαστή, αν και οι διάφορές είναι μικρές και χωρίς σημασία για την όλη λειτουργία του οργάνου.
Οι διαφορές αυτές οφείλονται και στον εκτελεστή, που, ανάλογα με τη σωματική του διάπλαση – υψηλός ή κοντός, παχύς ή αδύνατος, με μακριά ή κοντά δάχτυλα – αλλά και τις καθαρά μουσικές του προτιμήσεις, ζητάει απ’ τον κατασκευαστή το ηχείο π.χ. του οργάνου να είναι περισσότερο ή λιγότερο βαθύ, το χέρι μακρύτερο ή κοντύτερο και λοιπά. Πρώτου μεγέθους λαγούτο, μεγαλύτερο στο μάκρος, το φάρδος και το βάθος, σε σύγκριση με όλα τα άλλα που παίζονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα, είναι σήμερα το κρητικό λαγούτο. Η πένα του λαγούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (όρνιου), συνήθως αγιούπα (γύπα), αετού ή γερακιού, και στην ανάγκη από φτερό διάνου ή πλαστικό. Ο ήχος του λαγούτου παράγεται με το τσίμπημα των χορδών από την πένα και προς τα κάτω και προς τα πάνω. Την πένα, με την ουρά της ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο, ο λαουτιέρης την κρατάει με τον αντίχειρα και το δείκτη.
Το λαγούτο χορδίζεται κατά πέμπτες: ντο, σολ, ρε, λα (η πρώτη χορδή, το λα, μια οκτάβα χαμηλότερα από το λα του τονοδότη). Από τα τέσσερα ζεύγη των χορδών του, το πρώτο χορδίζεται ουνίσονο και τα άλλα σε διάστημα οκτάβας. Συχνά, ωστόσο, συναντάμε λαγούτα με το τρίτο ζεύγος χορδισμένο επίσης ουνίσονο. Η μελωδική έκταση του λαγούτου είναι δύο οκτάβες και μία έκτη.
Ο λαουτιέρης λέγεται και μπασαδόρος, ή πασαδόρος γιατί κρατάει τα μπάσα. Παίζει το λαγούτο καθισμένος, με το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο, ακουμπώντας το ηχείο του οργάνου στο στήθος και στο πόδι του. Παίζει επίσης όρθιος, βαδίζοντας. Συνοδευτικό όργανο όπως είναι σήμερα, το λαγούτο έχει πάντα την ανάγκη ενός μελωδικού οργάνου. Και τέτοια όργανα είναι κυρίως το βιολί, η λύρα, το κλαρίνο και το σαντούρι.
Ούτι
Με τις ρίζες του να φτάνουν μέχρι την αρχαία λίρα, το ούτι κατάφερε στο πέρασμα των αιώνων να εξελιχθεί, και να δώσει το δικό του στίγμα σε δύση και ανατολή. Άλλοτε ως ούτι και άλλοτε ως λαούτο, κατοχυρώθηκε στην συνείδηση του λαού μας, αποτελώντας πλέον στοιχείο της μουσικής μας κληρονομιάς.
Η παρουσία αρχαίων οργάνων που έφτασαν ως την εποχή μας, μέσω των εξελιγμένων τους βέβαια μοντέλων, αποκτά σήμερα μεγάλη σπουδαιότητα.
Κατά την Αλεξανδρινή εποχή τα όργανα του τύπου που παίζονταν με πλήκτρο καλύπτονταν με την ονομασία πανδούρα (περσικά: παν-ταρ).
Το μεγάλο ηχείο και το κοντό χέρι είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του ουτιού, που το κάνουν να διαφέρει από τα μακρύχερα όργανα της οικογένειας των λαουτοειδών (ταμπουράς, σάζι, μπαγλαμάς, τάρ, ντουτάρ, σετάρ). Στην εγκυκλοπαίδεια του Ikhwan al-safa τον 10ο αιώνα δίνονται τα χαρακτηριστικά κατασκευής του ουτιού ως εξής: «Το μήκος πρέπει να είναι μιάμιση φορά το πλάτος, το βάθος το μισό του πλάτους, και το χέρι το ένα τέταρτο του μήκους». Έτσι εάν το χέρι είναι 20 cm, όπως είναι σήμερα, το συνολικό μήκος θα έπρεπε να είναι 80 cm.
Το ούτι είναι αχλαδόσχημο όργανο που αποτελείται από τα παρακάτω μέρη: α) από τον βραχίονα που παράγουμε τους φθόγγους β) από το ηχείο που ενισχύει τους παραγόμενους φθόγγους και γ) από τις χορδές με τις δονήσεις τους παράγουν τους μουσικούς φθόγγους.
Το μπροστινό μέρος του ηχείου λέγεται καπάκι. Είναι μια ξύλινη αρμονική κατασκευασμένη από έλατο πλάκα, που επηρεάζει την ποιότητα και την ένταση του ήχου. Κάτω από αυτή τοποθετούνται καμάρια, μικρά ξύλα που «μαζεύουν» τη δόνηση του καπακιού και καθαρίζουν τις αρμονικές συχνότητες. Στη μεσαία περιοχή της αρμονικής πλάκας υπάρχουν μια μεγάλη και δυο μικρές τρύπες (ροζέτες) διακοσμημένες με σχέδια από ξύλο ή κέρατο. Στην περιοχή του καπακιού που η πένα χτυπάει τις χορδές, υπάρχει ένας οβάλ σχήματος καπλαμάς, διαφόρων σχημάτων, που το προστατεύει από τα χτυπήματα της πένας (πεναριά).
Το στρογγυλεμένο πίσω μέρος του ηχείου, αποκαλείται σκάφος και είναι κατασκευασμένο από 16 έως 21 παράλληλα φιλέτα ξύλου, τις ντούγιες. Τα συνηθέστερα ξύλα που επιλέγονται για την κατασκευή τους είναι: ο σφένδαμος, ο παλίσανδρος, το μαόνι, η καρυδιά, η τριανταφυλλιά, η κερασιά, η μουριά κ.ά. Το κάτω μέρος του σκάφους που ενώνονται οι ντούγιες επικαλύπτεται με ένα κομμάτι χοντρού ξύλου που συγκρατεί τις ντούγιες (κολάντζα). Ο βραχίονας (μανίκι ή μπράτσο) όπου πάνω του πατούμε τα δάχτυλά μας, συνδέεται από τη μια πλευρά με το ηχείο και από την άλλη με ένα κυρτό κλειδοθέσιο (κεφαλάρι) που σχηματίζει μαζί του αμβλεία γωνία. Εκεί προσαρμόζονται κλειδιά από έβενο ή παλίσανδρο.
Το ούτι λόγω του μεγάλου αριθμού χορδών, έχει μεγάλης έκτασης κλίμακα και αρκεί ένας μικρός βραχίονας (περίπου 20 cm), σε σχέση με τα περισσότερα νυκτά όργανα. Η πρόσοψη του βραχίονα αυτού λέγεται ταστιέρα και για την κατασκευή του χρησιμοποιούνται σκληρά ξύλα όπως ο έβενος, ο παλίσανδρος ή το βέγγερ. Στην ταστιέρα αυτή δεν υπάρχουν χωρίσματα (τάστα, δεσμοί ή μπερντέδες) και έτσι τα δάχτυλα παράγουν τα μουσικά διαστήματα, μόνο με τη βοήθεια της ακοής (τυφλό παίξιμο). Στην αρχή του βραχίονα υπάρχει ένα μικρό ελεφαντοκόκαλο, όπου περνούν οι χορδές, οδηγημένες από μικρά χωρίσματα. Το κεφαλάρι κατασκευάζεται από το ίδιο ξύλο με το σκάφος και επάνω του είναι σφηνωμένα τα κλειδιά που με την περιστροφή τους χορδίζονται οι χορδές.
Το σύγχρονο εξάχορδο ούτι έχει πέντε διπλές χορδές χορδισμένες σε ταυτοφωνία (διπλόχορδο) και μία μονή (σύνολο έντεκα χορδές). Οι δύο λεπτότερες χορδές είναι από πλαστική ύλη, ενώ οι υπόλοιπες είναι κατασκευσμένες από πλαστικό μετάξι, ενισχυμένες από σπιράλ μεταλλική κλωστή. Παλιότερα χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή τους αποξηραμένα στριμμένα έντερα ζώων. Οι χορδές στηρίζονται σε δυό κοκκάλινα στηρίγματα (καβαλάρηδες), ένα μικρό πάνω στο κεφαλάρι, και έναν μεγάλο που βρίσκεται στο κάτω μέρος του καπακιού (χορδοδέτης). Η απόσταση της παλλόμενης χορδής από καβαλάρη σε καβαλάρη ποικίλει από 58 cm (Κωνσταντινοπολίτικα) έως 64 cm (αραβικά ούτια). Για να παραχθεί ο ήχος χρησιμοποιείται ένα πλήκτρο (πένα) που κρατιέται από το δεξί χέρι μεταξύ αντίχειρα και δείκτη. Κατά την εκτέλεση απαιτείται να κάνει γωνία ο καρπός του δεξιού χεριού καθώς χτυπά τις χορδές πάνω-κάτω. Κατασκευάζεται από φλούδα κερασιάς, κέρατο ζώου, φτερό όρνιου (αητός ή γεράκι), ταρταρούγα (κέλυφος χελώνας), ή από διάφορες πλαστικές ύλες.
Το σχήμα και οι διαστάσεις του οργάνου διαμορφώνονται από τόπο σε τόπο, αποκλίνοντας λίγο από την ακρίβεια. Στην Αίγυπτο, στη Συρία και σε άλλα αραβικά κράτη έχει μεγάλο σκάφος, στην Τουρκία λίγο μικρότερο και στο Ιράκ οι τρύπες του σκάφους στο καπάκι είναι ανοιχτές χωρίς ροζέτες.
Βιολί
Το βιoλί είναι έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει 4 χορδές διαφορετικού τονικού ύψους (σολ, ρε, λα, μι), που χορδίζονται κατά διαστήματα πέμπτης και η μουσική του έκταση περιλαμβάνει 44 χρωματικούς φθόγγους. Το βιολί στηρίζεται στον ώμο ενώ με το ένα χέρι ο μουσικός απλώς πιέζει τις χορδές με το να το κρατά καθόλου ενώ με το άλλο κινεί το δοξάρι επάνω στις χορδές. Το βιολί εμφανίστηκε τον 16ο αιώνα ως εξέλιξη του μεσαιωνικού Φιντλ (αγγλ. fiddle), του ιταλικού Λίρα ντα μπράτσο (ιταλ. lira da braccio) και του Ρεμπέκ. Τη σημερινή μορφή του την πήρε κυρίως στην Ιταλία, όπου μεγάλες οικογένειες κατασκευαστών όπως οι Αμάτι, Γκουαρνέρι και Στραντιβάριους, δημιούργησαν θαυμάσιας ακουστικής όργανα που μέχρι και σήμερα θεωρούνται αξεπέραστα. Κατά την εποχή της αναγέννησης δημιουργήθηκαν σημαντικές σχολές βιολιού, που άκμασαν στη Βενετία, τη Μπολόνια, τη Φλωρεντία, τη Ρώμη, και σε άλλες Ιταλικές πόλεις. Τα πρώτα βιολιά χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση έργων λαϊκής και χορευτικής μουσικής. Κατά τον 17ο αιώνα το βιολί αντικατέστησε τη βιόλα ντα γκάμπα ως το σημαντικότερο έγχορδο στη μουσική δωματίου. Οι περισσότεροι μεγάλοι συνθέτες έγραψαν μουσική για σόλο βιολί, μεταξύ των οποίων οι δάσκαλοι του Μπαρόκ Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ αλλά και σημαντικοί συνθέτες της κλασικής εποχής όπως οι Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ και Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.
Το βιολί έχει ταστιέρα χωρίς τάστα, γεγονός που κάνει δύσκολη την εκμάθησή του. Οι χορδές του εκτείνονται κατά μήκος της ταστιέρας και στερεώνονται με κλειδιά στον χορδοστάτη, αφού περάσουν επάνω από ένα ξύλινο στήριγμα, τον καβαλάρη, που συγκρατείται στη θέση του από την πίεση των χορδών. Ο καβαλάρης μεταδίδει τις ταλαντώσεις των χορδών στο κούφιο (με αέρα) σκάφος που μεγεθύνει τον ήχο, λειτουργώντας κατ’ ουσίαν ως αντηχείο. Στο εσωτερικό του οργάνου, κάτω από τον καβαλάρη, βρίσκεται ένα λεπτό ραβδάκι (ψυχή) που μεταβιβάζει τις ταλαντώσεις των χορδών στη ράχη του οργάνου, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση του χαρακτηριστικού ήχου του βιολιού.
Ο Ελληνικός λαός λέγοντας βιολιά (στον πληθυντικό) χαρακτηρίζει τις μικρές λαϊκές ή παραδοσιακές ορχήστρες από διάφορα όργανα όπως φλάουτο, κλαρίνο, ούτι, ντέφι, τσαμπούνα κλπ. που απαρτίζονται κυρίως σε γιορτές γάμων και πανηγύρια. Το βιολί είναι πολύ διαδεδομένο κυρίως στην παραδοσιακή μικρασιατική, νησιώτικη και κρητική μουσική. Ιδίως στην τελευταία, εικάζεται ότι προηγείται κατά πολλών δεκάδων χρόνων της λύρας, παρ’ ότι πολλοί πιστεύουν το αντίθετο.
Λύρα
Μετεξέλιξη της Βυζαντινής λύρας με δοξάρι (lura) είναι οι σύγχρονες αχλαδόσχημες και φιαλόσχημες λύρες που χρησιμοποιούνται σε διάφορες περιοχές των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας και παίζονται με δοξάρι. Ακουστικά, έχουν κάποια ομοιότητα με το βιολί. Διαφορετικός όμως είναι ο τρόπος που κρατείται η λύρα, καθώς δεν ακουμπάει το σκάφος της στον λαιμό/κάτω γνάθο του οργανοπαίκτη όπως το βιολί αλλά ακουμπάει συνήθως στο γόνατο του όταν είναι καθιστός, η στηρίζεται στην κοιλιακή χώρα όταν είναι όρθιος. Στην Ελλάδα, χρησιμοποιείται κυρίως στην Κρήτη (κρητική λύρα, αχλαδόσχημη), τα Δωδεκάνησα, (ιδιαίτερα στη Κάσο και την Κάρπαθο, ενώ στη Ρόδο παιζόταν μέχρι την δεκαετία του ’60, για να επανεμφανιστεί πρόσφατα χάρη στην παρουσία του Ροδίτη Γιάννη Κλαδάκη), αλλά και στην βόρεια Ελλάδα. Οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης είχαν την πολίτικη λύρα (αχλαδόσχημη) και τέλος οι Πόντιοι χρησιμοποιούν τη φυαλόσχημη λύρα που λέγεται κεμεντζές, ή ποντιακή λύρα.
Οι νεότερες λύρες έχουν 3 χορδές και λόγω του έντονου ακουστικά χαρακτήρα τους, αποτελούν το κύριο όργανο (solo) με συνηθισμένη την συνοδεία άλλων οργάνων, όπως το λαούτο, το νταούλι, τη τσαμπούνα, το μαντολίνο κτλ.
Κλαρίνο
Από τον αρχαιοελληνικό προπομπό του, τον αυλό, μέχρι το σημερινό κλαρίνο οι ομοιότητές παραμένουν σχεδόν ίδιες ως προς την τεχνική εκτέλεσης και την κατασκευή. Είναι πασίγνωστο το ειδικό βάρος που έχει το κλαρίνο στη Ελληνική δημοτική μουσική. Είναι πολύ διαδεδομένο σε όλες τις γωνιές της χώρας, ιδιαίτερα δε στην Πελοπόννησο, στη Στερεά, στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία, χωρίς να λείπει και από την υπόλοιπη επικράτεια. Δεν είναι απολύτως σίγουρο το πώς το κλαρίνο διαδόθηκε στην Ελλάδα, αντικαθιστώντας άλλα παλαιότερα όργανα όπως η φλογέρα και ο ζουρνάς. Είναι πιθανό να προήλθε από τη διαδικασία εκσυγχρονισμού των μουσικών του ελληνικού και τουρκικού στρατού στις αρχές του 19ου αιώνα, οι οποίοι μεταξύ άλλων υιοθέτησαν και το κλαρίνο. Κατά μια απλούστερη εκδοχή, το κλαρίνο πέρασε στους Έλληνες από τους Τούρκους περιοδεύοντες μουσικούς, οι οποίοι το έφεραν από την Ευρώπη τον καιρό της τουρκοκρατίας. Το κλαρίνο διαδόθηκε εύκολα, λόγω της απόδοσής του και ίσως λόγω και της επιρροής του ως ένα μοντέρνο όργανο κατευθείαν από τις συμφωνικές ορχήστρες της Δύσης.
Σίγουρα όμως το κλαρίνο επικράτησε κυρίως λόγω των μεγάλων μουσικών δυνατοτήτων του και τόσο ταιριαστού εξάλλου στην Ελληνική μουσική, που οι Έλληνες αγάπησαν αμέσως. Η έκτασή το διαχωρίζει σαφώς από τα απλούστερα παρόμοια όργανα, όπως η φλογέρα και το σουραύλι, που έχουν σαφώς μικρότερες δυνατότητες. Η “άλωση” της δημοτικής μουσικής από το κλαρίνο ήταν τόσο καθολική, που σήμερα για τους περισσότερους Έλληνες είναι αδιανόητη η αποσύνδεσή της από αυτό.
Το παραδοσιακό κλαρίνο στην Ελλάδα είναι σε κλίμακα Ντο, αλλά ευρέως χρησιμοποιείται και σε Σι♭. Στη Θράκη χρησιμοποιούν και το μεταλλικό κλαρίνο σε Σολ.
Οι Έλληνες οργανοπαίκτες εξέλιξαν την τεχνική του παιξίματος του οργάνου. Η εξέλιξη αυτή ήταν σταδιακή και έχει σήμερα κλείσει έναν πολύ μεγάλο κύκλο, καταλήγοντας σε έναν χαρακτηριστικό και εύκολα αναγνωρίσιμο ήχο, σε ότι αφορά την παραδοσιακή μουσική μας. Η καταγεγραμμένη από τις αρχές του αιώνα δεξιοτεχνία στο παίξιμο του κλαρίνου μαρτυρούν αυτήν την εξέλιξη, ενώ η διάδοσή του είναι ακόμα εξαιρετικά μεγάλη, ακόμα και εκτός της παραδοσιακής Ελληνικής μουσικής.
Φλογέρα
Η φλογέρα είναι πνευστό μουσικό όργανο. Είναι κυλινδρικό, μακρόστενο, ανοικτό και στα δύο του άκρα, στο ένα άκρο φέρει επιστόμιο που παράγει τις κύριες δονήσεις του ήχου, και κατά μήκος του κυλίνδρου φέρει ευθυγραμμισμένες τρύπες, σε σχετικές αποστάσεις μεταξύ τους, τις οποίες κλείνει και ανοίγει με τα δάχτυλά του ο οργανοπαίκτης καθώς παίζει. Είναι παραδοσιακό μουσικό όργανο που φτιάχνεται από καλάμι ή ξύλο, αλλά και πιο σύγχρονα υλικά πλέον, όπως πλαστικό. Έχει διάφορα μεγέθη και απαντάται με μήκος από 15 ως και 50 περίπου εκατοστά. Η φλογέρα, πέραν του ότι χρησιμοποιείται από τον λαό της ελληνικής υπαίθρου, είναι από τα μουσικά όργανα που διδάσκονται τα παιδιά μουσική στα δημόσια σχολεία.
Άνω μέρος ή κεφαλή: είναι το μέρος στο οποίο φυσά ο οργανοπαίκτης και περιέχει το επιστόμιο, στο στένωμα του οποίου σχηματίζεται μια σχεδόν ορθογώνια τρύπα στον κύλινδρο που ονομάζεται παραθυράκι.
Κυρίως μέρος ή σώμα: είναι το μέρος που βρίσκονται οι ευθυγραμμισμένες τρύπες της φλογέρας.
Κάτω μέρος ή πόδι: περιέχει την τελευταία των ευθυγραμμισμένων τρυπών καθώς και την τρύπα που είναι ανοικτή απέναντι από την κεφαλή.
Σε κάποιες φλογέρες τα τρία μέρη δεν είναι διακριτά, πχ σε μια φλογέρα που φτιάχνεται από καλάμι.
Φυσώντας στην κεφαλή, ο αέρας αποκτά υψηλή ταχύτητα διερχόμενος από το στένωμα μεταξύ του επιστομίου και του κυλίνδρου, και συνεχίζοντας χτυπά στο γλωσσίδι, το οποίο είναι αιχμηρό και σχίζει τον αέρα που διέρχεται και έτσι παράγονται οι κύριες δονήσεις. Ο ήχος αυτός μεταβάλλεται ανάλογα με το μήκος της στήλης του αέρα που δονείται στο εσωτερικό του οργάνου, η οποία καθορίζεται από τις τρύπες που ανοίγουν και κλείνουν.
Τουμπελέκι
Το τουμπελέκι είναι ένα ελληνικό κρουστό όργανο χωρίς λαβή, γνωστό από την αρχαιότητα, που το συναντούμε συχνά στην ελληνική παραδοσιακή, λαϊκή και ρεμπέτικη μουσική. Ονομάζεται επίσης ταραμπούκα, στάμνα, ντουμπελέκι, ή τουμπερλέκι.
Το τουμπελέκι είναι μια μικρογραφία τυμπάνου. Είναι ανοικτό από κάτω και καλυμμένο με τεντωμένο δέρμα από πάνω. Η βάση του δεν είναι πήλινη σαν της ταραμπούκας, αλλά συνήθως από μέταλλο. Παίζεται με τα χέρια, καθώς το δεξί χέρι “μαρκάρει” τους ισχυρούς χρόνους και το αριστερό τους ασθενείς και συχνά περιλαμβάνει και κουδουνάκια περιμετρικά κρεμασμένα.
Κρουστά
Τα κρουστά είναι μια μεγάλη οικογένεια μουσικών οργάνων. Ονομάζονται κρουστά επειδή ο ήχος που παράγουν προκαλείται από κρούση είτε κάποιου ειδικού εξαρτήματος (σφυράκι ή μπαγκέτα) είτε του χεριού πάνω σε αυτά. Διαιρούνται σε διάφορες κατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο που τα χρησιμοποιούμε και τον καθορισμό ή όχι της τονικής τους οξύτητας: Υπάρχουν κρουστά που παράγουν κρότο (άτονα) αλλά και κρουστά που παράγουν τόνο (μουσική νότα). Τύμπανα, Τομ, Ταμπούρο, Κύμβαλα, Πιατίνια, Νταούλι, Ντέφι, Ξυλόφωνο, Καστανιέτα, Ντραμς.
Τα κρουστά δεν μπορούν να παραγάγουν νότες, να φτιάξουν τόνους, ημιτόνια οκτάβες, κλπ, με τον τρόπο που τις παράγουν μελωδικά όργανα όπως ένα πιάνο, μια κιθάρα, ένα βιολί κ.ο.κ. Με εξαίρεση τα κλασικά κρουστά (τυμπάνια, ξυλόφωνα, μεταλλόφωνα κλπ), στα κρουστά που μας απασχολούν εδώ, κυρίως διακρίνουμε δυο ήχους, τα μπάσα και τα πρίμα, δηλαδή τις χαμηλές και τις υψηλές συχνότητες. Υπάρχουν ενδιάμεσοι ήχοι και ηχοχρώματα στο δέρμα, ήχοι από πιατίνια ντέφια κλπ, οι οποίοι συχνοτικά είναι ακαθόριστης τονικότητας, ή ήχοι που παράγονται με διάφορους χειρισμούς όπως το «σλάπ» ή το σούρσιμο, αλλά μέχρι εκεί, οι δυο ακρογωνιαίοι λίθοι είναι τα μπάσα και τα πρίμα. Και αυτό δεν είναι παράδοξο. Τα κρουστά δεν είναι μελωδικά όργανα, αλλά ρυθμικά, δηλαδή από τα τρία θεμελιώδη συστατικά της μουσικής: Ρυθμός – Μελωδία – Αρμονία, τα κρουστά κυρίως αναφέρονται και εκφράζονται με τον ρυθμό και ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Βεβαίως και παράγουν κάποιον τόνο, κάποια νότα και αυτό αλλάζει με το χόρδισμα, όμως αυτό όταν δεν είναι ελεγχόμενο, μάλλον ενοχλεί και αποπροσανατολίζει τους άλλους μουσικούς, οπότε σ’ αυτές τις περιπτώσεις καλύτερα να προτιμώνται ουδέτερα όργανα ακαθόριστης τονικότητας. Επίσης, μπορούμε να παραγάγουμε μια υποτυπώδη μελωδία, με διαστήματα τετάρτης ή πέμπτης ή περισσότερα, με κρουστά χορδισμένα κατάλληλα, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα κόνγκας, και σε αυτές τις περιπτώσεις η προσπάθεια των κρουστών να αρθρώσουν μελωδία έχει μια ιδιαίτερη αξία και γοητεία, και είναι ένα ακόμη όπλο στα χέρια του δημιουργικού μουσικού, μαζί με τις ρυθμικές αξίες, τις δυναμικές, τον συνδυασμό διαφόρων ήχων κλπ.
sdfizsidcox
sdfizsidcoxxsdffxdf